Οι άνθρωποι είμαστε «τα συστατικά» του περιβάλλοντός μας. Αντλούμε απ’ αυτό, μαθαίνουμε, αφομοιώνουμε, το περνάμε στη συμπεριφορά μας, στα χαρακτηριστικά μας, στη φωνή μας, στο είναι μας. Είμαστε ευτυχείς, και φαινόμαστε, όταν το περιβάλλον ευδοκιμεί -δυστυχείς και αρνητικοί, όταν μας πιέζει και μας αποκλείει.
Όταν λείπεις… ξεχνάς. Μια φυσική προσαρμογή του μυαλού σε άλλες παραστάσεις, συνθήκες, καταστάσεις, για να κατανοήσεις και να αντιληφθείς καλύτερα το περιβάλλον σου.
Έλειψα λοιπόν, και ξέχασα. Όχι λησμονιά, λήθη, όχι απουσία, απλά προσωρινό πάγωμα μιας τελευταίας εικόνας που άφησα τη χώρα μου και βρέθηκα για λίγο παρέα με ξένες και μακρινές εικόνες. Πολύ μακρινές εικόνες που δεν θύμιζαν τίποτα απ’ όσα έχω δει, με μεγέθη που αλλάζουν σε μια Ήπειρο, σε μια πόλη, που το επιβλητικό, το μεγάλο και το ογκώδες είναι καθημερινό, αναγνωρίσιμο και οικείο. Από το αεροπλάνο ακόμα διαπιστώνεις πως ακόμα και η φύση θέλει να σου υποδείξει ότι εδώ όλα είναι υπερμεγέθη, από κτίρια, δρόμους, αυτοκίνητα, μέχρι τις μερίδες του φαγητού, κι όλα αυτά με την πατίνα και τον ενθουσιασμό του καινούργιου του πρόσφατου, σε συγκλονιστικό ανακάτεμα φυλών και γλωσσών, που σε παραπέμπει κατευθείαν στον Πύργο της Βαβέλ και τη Βαβυλώνα.
«Υπάρχουν πολλά μήλα στο Δέντρο, αλλά μόνο ένα είναι το Μεγάλο Μήλο», υπερηφανεύονται οι Νεοϋρκέζοι, μια ιδιαίτερη κατηγορία Αμερικανών που υπερηφανεύονται για την ευρωπαϊκή τους φινέτσα και την αμερικάνικη πρακτικότητά τους, σ’ αυτή την πόλη που το φως της μέρας μπερδεύεται με τα νέον, και η δύση του ηλίου με τη σκιά που ρίχνουν οι ουρανοξύστες. Γιατί, πράγματι, αυτή η πόλη ποτέ δεν κοιμάται -όλο το εικοσιτετράωρο οι ρυθμοί της είναι ακατάπαυστα στο ζενίθ. Από καντονέζικη πάπια στις τρεις τη νύχτα μέχρι σουβλάκι, κι από τζαζ κλαμπ που ξενυχτάει μέχρι μπουζούκια και χορό της κοιλιάς, κι όλα αυτά με μια πολυχρωμία, που σου δημιουργεί την αίσθηση πως εδώ έχουν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές του πλανήτη. Μια βόλτα στον υπόγειο και θα βρεθείς από τον Καύκασο στην Ωκεανία και από την Λαπωνία στο Καμερούν.
Ξεχωριστή θέση μέσα σ’ αυτό το φυλετικό «πάτσγουορκ» εννοείται πως κρατάει το ελληνικό στοιχείο. Μπορεί ο Σαββόπουλος να λέει «Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλους Γαλαξίες», εδώ το βλέπεις στην πράξη. Αστόρια, «Μικρή Αθήνα» την λένε και μοιάζει… Λίγο πιο ήσυχη, λίγο πιο χαλαρή απ’ τη δική μας, με τα μαγαζάκια, τις «μαρκέτες» της, τις καφετέριες και τα παραδοσιακά της καφενεία, και φυσικά με το δορυφορικό της πιάτο για συνεχή επικοινωνία με την πατρίδα.
Αν μπεις σε ελληνικό σπίτι ξεχνάς πως είσαι εκτός Ελλάδας. Σαν οι άνθρωποι να επιμένουν να διαγράφουν στην καθημερινότητά τους οτιδήποτε δεν είναι Ελληνικό, απ’ την ώρα που θα τελειώσουν τη δουλειά τους και θα γυρίσουν στο σπίτι τους, στο καταφύγιό τους… «Κάθε χρόνο λέω, αυτός είναι ο τελευταίος, γυρίζω στη πατρίδα, κάθε χρόνο το λέω, κάθε χρόνο κατεβαίνω για διακοπές και λέω την άλλη φορά, η βαλίτσα θα είναι μεγαλύτερη και κάθε φορά γυρίζω πίσω. Πενήντα χρόνια περάσανε και δεν το έχω πάρει απόφαση πως θα πεθάνω εδώ. Στην πατρίδα θέλω να πεθάνω, είναι πιο μαλακό το χώμα της», έλεγε ο φίλος μου ο Χαραλάμπης κι έστελνε τα ντόλαρς στην αδελφή του για το εξοχικό στο νησί.
Και όλοι να μου παραπονιούνται, «πέθανε ένας συγγενής και κατέβηκα εγώ στη πατρίδα να τακτοποιήσω τα χαρτιά, δεν έβγαζα άκρη με τις υπηρεσίες σας, σαν να τους είχα κάνει κάτι, σαν να είχαν προηγούμενα μαζί μου, τους εξήγησα πως έρχομαι απ’ την Αμερική και δεν ξέρω πώς γίνονται εδώ τα πράγματα. Με κοίταζαν σαν να είμαι ηλίθιος, πού να φανταστώ τέτοια γραφειοκρατία». Αποτέλεσμα αυτού και πολλών άλλων ανάλογων περιστατικών, οι ομογενείς μας έχουν και γραφείο στην Αθήνα για να διεκπεραιώνει τις δουλειές τους εδώ -πού να τα βγάλουν πέρα με την ελληνική γραφειοκρατία…
Ένας άλλος φίλος μου έλεγε: «Εγώ μαζί μ’ έναν άλλο πατριώτη προχθές, φτιάξαμε μια εταιρεία, και τα χαρτιά τα διεκπεραιώσαμε μέσω διαδικτύου»… Φτιάξατε εταιρεία, δηλαδή, απ’ το Ίντερνετ; Τι να πω; Επιστημονική φαντασία, ή σκέτη φαντασία;
Απ’ την άλλη, πάλι, μου φωνάζει ελληνικά κάποιος στο φανάρι: Ε, πατριώτη, περίμενε να μιλήσεις στο κινητό στη γυναίκα μου, θα χαρεί που σε είδα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να φύγω για κάτω -μου λέει- τι να κάνεις ρε Ηλία, περνάμε ζόρια εκεί κάτω, κάτσε καλά είσαι εδώ.
- Καλά; Μην τα βλέπεις έτσι, αυτή είναι η βιτρίνα. Αμα μείνεις χωρίς δουλειά εδώ -μου λέει- πέθανες στο δρόμο, δεν θα γυρίσει άνθρωπος να σε κοιτάξει. Για μεταπτυχιακό ήρθα και έμεινα είκοσι χρόνια, κι ακόμα η καρέκλα μου στην εταιρεία τρίζει. Για πλάκα, είσαι στο δρόμο. Εκεί τουλάχιστον έχω τη μάνα μου, τα ξαδέρφια μου, και με ένα φραπέ στο πλαστικό και στο δρόμο θα τη βγάλουμε -που λέει ο λόγος. Εδώ, τους βλέπεις; Μηχανάκια. Όποιο μηχανάκι σταματήσει να δουλεύει, χάλασε, πέταμα!
Μπήκα στο αεροπλάνο της επιστροφής γεμάτος από εικόνες αλλά και πολλά ερωτηματικά. Πήγα τόσο μακριά για να αναρωτηθώ, ακόμα μια φορά, από πού έρχομαι και προς τα πού πηγαίνω, σε μια τόσο τρομαγμένη εποχή για όλους, και λίγο πριν αντικρύσω εκείνο το ανεπανάληπτο γαλάζιο του Αιγαίου μου ήρθαν οι στίχοι του Ελύτη:
«Ποιοι είμαστε λοιπόν; Τι ζητάμε; Τι γράφει στο πίσω μέρος της παλάμης της χώρας μας η τύχη;» Όχι, Όχι… Το μόνο που γράφει είναι το ΠΛΟΥΣΙΩΤΑΤΟΝ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ, χαραγμένο στα πρυμναία των καραβιών, με κεφαλαία Ελληνικά, δηλαδή, χώμα και νερό, ελληνιστί, βράχος και θάλασσα.
Του Στέλιου Μάινα απο το aixmi.gr
Όταν λείπεις… ξεχνάς. Μια φυσική προσαρμογή του μυαλού σε άλλες παραστάσεις, συνθήκες, καταστάσεις, για να κατανοήσεις και να αντιληφθείς καλύτερα το περιβάλλον σου.
Έλειψα λοιπόν, και ξέχασα. Όχι λησμονιά, λήθη, όχι απουσία, απλά προσωρινό πάγωμα μιας τελευταίας εικόνας που άφησα τη χώρα μου και βρέθηκα για λίγο παρέα με ξένες και μακρινές εικόνες. Πολύ μακρινές εικόνες που δεν θύμιζαν τίποτα απ’ όσα έχω δει, με μεγέθη που αλλάζουν σε μια Ήπειρο, σε μια πόλη, που το επιβλητικό, το μεγάλο και το ογκώδες είναι καθημερινό, αναγνωρίσιμο και οικείο. Από το αεροπλάνο ακόμα διαπιστώνεις πως ακόμα και η φύση θέλει να σου υποδείξει ότι εδώ όλα είναι υπερμεγέθη, από κτίρια, δρόμους, αυτοκίνητα, μέχρι τις μερίδες του φαγητού, κι όλα αυτά με την πατίνα και τον ενθουσιασμό του καινούργιου του πρόσφατου, σε συγκλονιστικό ανακάτεμα φυλών και γλωσσών, που σε παραπέμπει κατευθείαν στον Πύργο της Βαβέλ και τη Βαβυλώνα.
«Υπάρχουν πολλά μήλα στο Δέντρο, αλλά μόνο ένα είναι το Μεγάλο Μήλο», υπερηφανεύονται οι Νεοϋρκέζοι, μια ιδιαίτερη κατηγορία Αμερικανών που υπερηφανεύονται για την ευρωπαϊκή τους φινέτσα και την αμερικάνικη πρακτικότητά τους, σ’ αυτή την πόλη που το φως της μέρας μπερδεύεται με τα νέον, και η δύση του ηλίου με τη σκιά που ρίχνουν οι ουρανοξύστες. Γιατί, πράγματι, αυτή η πόλη ποτέ δεν κοιμάται -όλο το εικοσιτετράωρο οι ρυθμοί της είναι ακατάπαυστα στο ζενίθ. Από καντονέζικη πάπια στις τρεις τη νύχτα μέχρι σουβλάκι, κι από τζαζ κλαμπ που ξενυχτάει μέχρι μπουζούκια και χορό της κοιλιάς, κι όλα αυτά με μια πολυχρωμία, που σου δημιουργεί την αίσθηση πως εδώ έχουν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές του πλανήτη. Μια βόλτα στον υπόγειο και θα βρεθείς από τον Καύκασο στην Ωκεανία και από την Λαπωνία στο Καμερούν.
Ξεχωριστή θέση μέσα σ’ αυτό το φυλετικό «πάτσγουορκ» εννοείται πως κρατάει το ελληνικό στοιχείο. Μπορεί ο Σαββόπουλος να λέει «Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλους Γαλαξίες», εδώ το βλέπεις στην πράξη. Αστόρια, «Μικρή Αθήνα» την λένε και μοιάζει… Λίγο πιο ήσυχη, λίγο πιο χαλαρή απ’ τη δική μας, με τα μαγαζάκια, τις «μαρκέτες» της, τις καφετέριες και τα παραδοσιακά της καφενεία, και φυσικά με το δορυφορικό της πιάτο για συνεχή επικοινωνία με την πατρίδα.
Αν μπεις σε ελληνικό σπίτι ξεχνάς πως είσαι εκτός Ελλάδας. Σαν οι άνθρωποι να επιμένουν να διαγράφουν στην καθημερινότητά τους οτιδήποτε δεν είναι Ελληνικό, απ’ την ώρα που θα τελειώσουν τη δουλειά τους και θα γυρίσουν στο σπίτι τους, στο καταφύγιό τους… «Κάθε χρόνο λέω, αυτός είναι ο τελευταίος, γυρίζω στη πατρίδα, κάθε χρόνο το λέω, κάθε χρόνο κατεβαίνω για διακοπές και λέω την άλλη φορά, η βαλίτσα θα είναι μεγαλύτερη και κάθε φορά γυρίζω πίσω. Πενήντα χρόνια περάσανε και δεν το έχω πάρει απόφαση πως θα πεθάνω εδώ. Στην πατρίδα θέλω να πεθάνω, είναι πιο μαλακό το χώμα της», έλεγε ο φίλος μου ο Χαραλάμπης κι έστελνε τα ντόλαρς στην αδελφή του για το εξοχικό στο νησί.
Και όλοι να μου παραπονιούνται, «πέθανε ένας συγγενής και κατέβηκα εγώ στη πατρίδα να τακτοποιήσω τα χαρτιά, δεν έβγαζα άκρη με τις υπηρεσίες σας, σαν να τους είχα κάνει κάτι, σαν να είχαν προηγούμενα μαζί μου, τους εξήγησα πως έρχομαι απ’ την Αμερική και δεν ξέρω πώς γίνονται εδώ τα πράγματα. Με κοίταζαν σαν να είμαι ηλίθιος, πού να φανταστώ τέτοια γραφειοκρατία». Αποτέλεσμα αυτού και πολλών άλλων ανάλογων περιστατικών, οι ομογενείς μας έχουν και γραφείο στην Αθήνα για να διεκπεραιώνει τις δουλειές τους εδώ -πού να τα βγάλουν πέρα με την ελληνική γραφειοκρατία…
Ένας άλλος φίλος μου έλεγε: «Εγώ μαζί μ’ έναν άλλο πατριώτη προχθές, φτιάξαμε μια εταιρεία, και τα χαρτιά τα διεκπεραιώσαμε μέσω διαδικτύου»… Φτιάξατε εταιρεία, δηλαδή, απ’ το Ίντερνετ; Τι να πω; Επιστημονική φαντασία, ή σκέτη φαντασία;
Απ’ την άλλη, πάλι, μου φωνάζει ελληνικά κάποιος στο φανάρι: Ε, πατριώτη, περίμενε να μιλήσεις στο κινητό στη γυναίκα μου, θα χαρεί που σε είδα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να φύγω για κάτω -μου λέει- τι να κάνεις ρε Ηλία, περνάμε ζόρια εκεί κάτω, κάτσε καλά είσαι εδώ.
- Καλά; Μην τα βλέπεις έτσι, αυτή είναι η βιτρίνα. Αμα μείνεις χωρίς δουλειά εδώ -μου λέει- πέθανες στο δρόμο, δεν θα γυρίσει άνθρωπος να σε κοιτάξει. Για μεταπτυχιακό ήρθα και έμεινα είκοσι χρόνια, κι ακόμα η καρέκλα μου στην εταιρεία τρίζει. Για πλάκα, είσαι στο δρόμο. Εκεί τουλάχιστον έχω τη μάνα μου, τα ξαδέρφια μου, και με ένα φραπέ στο πλαστικό και στο δρόμο θα τη βγάλουμε -που λέει ο λόγος. Εδώ, τους βλέπεις; Μηχανάκια. Όποιο μηχανάκι σταματήσει να δουλεύει, χάλασε, πέταμα!
Μπήκα στο αεροπλάνο της επιστροφής γεμάτος από εικόνες αλλά και πολλά ερωτηματικά. Πήγα τόσο μακριά για να αναρωτηθώ, ακόμα μια φορά, από πού έρχομαι και προς τα πού πηγαίνω, σε μια τόσο τρομαγμένη εποχή για όλους, και λίγο πριν αντικρύσω εκείνο το ανεπανάληπτο γαλάζιο του Αιγαίου μου ήρθαν οι στίχοι του Ελύτη:
«Ποιοι είμαστε λοιπόν; Τι ζητάμε; Τι γράφει στο πίσω μέρος της παλάμης της χώρας μας η τύχη;» Όχι, Όχι… Το μόνο που γράφει είναι το ΠΛΟΥΣΙΩΤΑΤΟΝ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ, χαραγμένο στα πρυμναία των καραβιών, με κεφαλαία Ελληνικά, δηλαδή, χώμα και νερό, ελληνιστί, βράχος και θάλασσα.
Του Στέλιου Μάινα απο το aixmi.gr